- παρυπατοειδής
- παρῠπᾰτοειδής, ές, of a note in music,A sounding like the παρυπάτη, Aristid. Quint. 1.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρυπατοειδής — ές, Α (για μουσικό ήχο) αυτός που μοιάζει με τον ήχο τής παρυπάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρυπάτη + ειδής*] … Dictionary of Greek
παρυπατοειδεῖς — παρυπατοειδής sounding like the masc/fem acc pl παρυπατοειδής sounding like the masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρυπατοειδέσι — παρυπατοειδής sounding like the masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρυπατοειδέσιν — παρυπατοειδής sounding like the masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)